αναγούλα — η 1. αηδία, τάση για εμετό: Αυτό το φαΐ μού έφερε αναγούλα. 2. λόγια ή πράξεις που προκαλούν αηδία: Σε παρακαλώ να αφήσεις αυτές τις αναγούλες. 3. φρ., «Θα χουμε αναγούλες», θα ’χουμε μαλώματα, φασαρίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγουλεύομαι — [αναγούλα] 1. έχω τάση για εμετό, αναγουλιάζω 2. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι … Dictionary of Greek
αναγουλιά — η [αναγούλα] η αναγούλα … Dictionary of Greek
αναγουλιάζω — 1. νιώθω ναυτία, έχω τάση για εμετό, ανακατεύομαι 2. αηδιάζω, σιχαίνομαι, αντιπαθώ 3. κάνω εμετό, ξερνάω 4. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι 5. (για τη θάλασσα) γίνομαι τρικυμιώδης, αναταράσσομαι 6. (για το έδαφος) αναδίδω το νερό που έχω απορροφήσει… … Dictionary of Greek
αναγουλιάρης — α, ικο 1. αυτός που αναγουλιάζει, που αηδιάζει εύκολα 2. λαίμαργος, λειχούδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγούλα. ΠΑΡ. αναγουλιάρικος] … Dictionary of Greek
αναγουλιάρικος — η, ο [αναγουλιάρης] αυτός που προκαλεί αναγούλα, αηδία, εμετό … Dictionary of Greek
αναγούλας — ο [αναγούλα] αυτός που προξενεί αηδία με τη συμπεριφορά του ή τα λόγια του … Dictionary of Greek
αναγούλιασμα — το [αναγουλιάζω] η αναγούλα* … Dictionary of Greek
ανακάτωμα — το 1. ανακίνηση, ανάδευση, ανατάραξη 2. τοποθέτηση πραγμάτων δίχως τάξη, διατάραξη τής κανονικής τους θέσης, ακαταστασία 3. ανάμιξη πραγμάτων 4. συμμετοχή, επέμβαση, συνενοχή 5. η μη φιλική συναναστροφή ή σχέση, μπέρδεμα 6. αναστάτωση, σύγχυση,… … Dictionary of Greek
εμετιώ — ἐμετιῶ ( άω) (Α) έχω τάση για εμετό, μού έρχεται αναγούλα … Dictionary of Greek